- συμμεσουράνημα
- συμμεσουράνημαculmination of a starneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμμεσουράνημα — τὸ, Α [συμμεσουρανῶ] 1. (για αστέρα) μεσουράνημα 2. φρ. α) «ἑῷον συμμεσουράνημα» μεσουράνημα αστέρα κατά την ανατολή τού Ηλίου β) «ἑσπερινὸν συμμεσουράνημα» μεσουράνημα αστέρα κατά τη δύση τού Ηλίου … Dictionary of Greek